- κρυπτογραφικός
- -ή, -ό σχετικός με την κρυπτογραφία ή αναφερόμενος σε αυτήν («κρυπτογραφικός κώδικας»).επίρρ...κρυπτογραφικώς και -ά- με κρυπτογραφικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. κρυπτογράφος. Η λέξη μαρτυρείται από το 1878 στον Τ. Βρατσάνο].
Dictionary of Greek. 2013.